υποσκελισμός — ο / ὑποσκελισμός, ΝΜΑ [ὑποσκελίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποσκελίζω … Dictionary of Greek
ὑποσκελισμοῦ — ὑποσκελισμός tripping up masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσκελισμόν — ὑποσκελισμός tripping up masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγκωνισμός — ο παραμερισμός, υποσκελισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραγκωνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
παραμέρισμα — το [παραμερίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραμερίζω 2. μτφ. υποσκελισμός, παραγκωνισμός … Dictionary of Greek
πεδίκλωμα — και περδίκλωμα ή περδούκλωμα, το [πεδικλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πεδικλώνω, τρικλοποδιά, υποσκελισμός … Dictionary of Greek
πτέρνισμα — (I) το, Ν βλ. φτέρνισμα. (II) τὸ, Μ [πτερνίζω] υποσκελισμός, εκτόπισμα με τέχνασμα ή με δόλο, πτερνισμός … Dictionary of Greek
πτερνισμός — (I) ο, Ν [πτερνίζομαι] το φτέρνισμα. (II) ὁ, ΜΑ [πτερνίζω] χτύπημα με τη φτέρνα, κλοτσιά αρχ. 1. υποσκελισμός με τέχνασμα ή με δόλο 2. δολιότητα, πανουργία, επιβουλή … Dictionary of Greek
σκέλισμα — ίσματος, τὸ, ΜΑ μσν. υποσκελισμός, πεδίκλωμα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀείμνημα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει να θεωρηθεί μάλλον εσφ.] … Dictionary of Greek
σκελισμός — ὁ, ΜΑ [σκελίζω] 1. υποσκελισμός, πεδίκλωμα 2. ενέδρα, δόλος 3. επιβουλή … Dictionary of Greek